μυριόμορφος

μυριόμορφος
μῡρῐό-μορφος, ον,
A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264.
II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυριόμορφος — μυριόμορφος, ον (Α) 1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον το φυτό αχίλλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • μυριόμορφον — μῡριόμορφον , μυριόμορφος of countless shapes masc/fem acc sg μῡριόμορφον , μυριόμορφος of countless shapes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • ԲԻՒՐԱԿԵՐՊ — (ի, ից.) NBH 1 490 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 13c ա. μυριόμορφος, πολύμορφος multiformis *Բազմակերպարան, եւ բազմակերպ. բազմադիմի. *Ճիւաղ ինչ բիւրակերպ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 28: *Բիւրակերպ մտաւորական շարժմանցն սխալանս. Գր. հր.: *Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μυριομόρφῳ — μῡριομόρφῳ , μυριόμορφος of countless shapes masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”